ἀργυροχόος

ἀργυροχόος
-ου N 2 0-0-0-0-1=1 Wis 15,9
melter of silver, worker in silver; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀργυροχόος — melter of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργυροχόος — ο (Α ἀργυροχόος) αυτός που λειώνει και κατεργάζεται τον άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + χόος < χέω «χύνω, λειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ἀργυροχόοι — ἀργυροχόος melter of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυροχόοις — ἀργυροχόος melter of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сребролиятель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (ἀργυροχόος) серебряных дел мастер. … …   Словарь церковнославянского языка

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • αργυροκόπος — ἀργυροκόπος, ο (Α) 1. ο αργυροχόος 2. αυτός που κόβει νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + κόπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • αργυροχοΐα — η [αργυροχόος] η κατεργασία του αργύρου …   Dictionary of Greek

  • αργυροχοώ — ἀργυροχοῶ ( έω) (A) [αργυροχόος] λειώνω και κατεργάζομαι άργυρο …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԾԱԹԱՁՈՅԼ — (ձուլի, ից.) NBH 1 0361 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ἁργυροχόος argentarius Որ հալէ եւ ձուլէ զարծաթ. արծաթագործ. արծաթ կամ արծթէ բան թափօղ. *Ընդ ոսկերիչս եւ ընդ արծաթաձոյլս հակառակի. Իմ. ՟Ժ՟Է 9: *Զձեռս եւ զգործիս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”